отмерить - ορισμός. Τι είναι το отмерить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι отмерить - ορισμός


отмерить      
сов. перех.
см. отмеривать.
ОТМЕРИТЬ      
меря, отделить.
О. три метра ткани. Семь раз отмерь,один раз отрежь(посл.).
отмерить      
ОТМ'ЕРИТЬ, отмерю, отмеришь, и (·разг.) отмеряю, отмеряешь, ·совер.отмерять
и к отмеривать
), что. Меря, отделить, отметить. "Секунданты отмерили нам двенадцать шагов." Пушкин. (Встречается также написание отмерять.)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отмерить
1. - Наверное, посчитал, что лучше семь раз отмерить.
2. Перед тем как один раз отрезать, нужно семь раз отмерить.
3. Просто желательно сначала семь раз отмерить, а потом один отрезать.
4. Тут надо семь раз отмерить!" - сказал тогда г-н Боос.
5. Вроде бы заманчиво, однако и здесь надо семь раз отмерить.
Τι είναι отмерить - ορισμός